Τότε ο κύριος τους είπε για τη βασιλεία των ουρανών, την παραβολή με τις δέκα κοπέλες που πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν για να προϋπαντήσουν το γαμπρό που ερχόταν.
Οι πέντε απ’ αυτές ήταν μυαλωμένες, οι άλλες πέντε ήταν επιπόλαιες. Αυτές οι ασυλλόγιστες, αφού πήραν τα λυχνάρια τους, ξέχασαν να πάρουν μαζί τους και λάδι, οι γνωστικές όμως πήραν.
«Επειδή αργούσε να έρθει ο γαμπρός, νύσταξαν όλες και κοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα όμως ακούστηκε δυνατή φωνή να λέει: Να, έρχεται ο γαμπρός. Βγείτε να τον προϋπαντήσετε.»
Τότε σηκώθηκαν όλες οι κοπέλες και τακτοποίησαν τα λυχνάρια. Οι άμυαλες είπαν στις μυαλωμένες: Δώστε μας από το λάδι σας, γιατί θα σβήσουν τα λυχνάρια μας.
Αλλά οι φρόνιμες αποκρίθηκαν: Δεν μπορούμε να σας δώσουμε, γιατί μπορεί να μη φτάσει και για μας το λάδι, πηγαίνετε ν’ αγοράσετε.
Ενώ όμως εκείνες πήγαιναν ν’ αγοράσουν, έφτασε ο γαμπρός και οι κοπέλες που ήταν έτοιμες μπήκαν μαζί του στο γάμο και έκλεισε η πόρτα.
Ύστερα από λίγο έφτασαν και οι άλλες και έλεγαν: Κύριε, άνοιξε μας.
Αυτός όμως αποκρίθηκε και είπε: Αλήθεια δε σας γνωρίζω.
«Προσέχουμε λοιπόν, και φροντίζουμε να είμαστε πάντα έτοιμοι. Δε μπορούμε να ξέρουμε την ημέρα ούτε την ώρα, που θα έρθει ο Υιός του ανθρώπου.»
"Είπε ο Κύριος αυτή την παραβολή. Κάποιος άνθρωπος που ήταν έτοιμος για ταξίδι κάλεσε τους δούλους του και τους παράδωσε την περιουσία του. Και σ' άλλον μεν έδωσε πέντε τάλαντα σ' άλλον δύο και σ' άλλον ένα σύμφωνα με τη δύναμη του καθενός και αμέσως αναχώρησε. Εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα πήγε και δούλεψε και μ' αυτά κέρδισε και άλλα πέντε. Έτσι έκανε και αυτός που πήρε τα δύο και κέρδισε άλλα δύο. Εκείνος όμως που πήρε το ένα, πήγε και έσκαψε στη γη και έθαψε το χρήμα του κυρίου του. Ύστερα από πολύ χρονικό διάστημα φτάνει ο κύριος των δούλων και λογαριάζεται μαζί τους. Και αφού ήλθε εκείνος που πήρε τα πέντε τάλαντα, έφερε και άλλα πέντε και λέγει στον κύριο· πέντε τάλαντα μου παράδωσες, να, εγώ κέρδισα και άλλα πέντε.
Του είπε ο κύριος του· μπράβο καλέ μου δούλε και πιστέ· ήσουν πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω στα πολλά. Έμπα λοιπόν στη χαρά του κυρίου σου. Ήλθε και εκείνος που είχε πάρει τα δύο τάλαντα, και είπε. Κύριε, δύο τάλαντα μου παράδωσες· να που εγώ κέρδισα άλλα δύο τάλαντα. Τότε ο κύριος του είπε· Μπράβο δούλε καλέ και πιστέ. Φάνηκες πιστός στα λίγα, εγώ θα σε εγκαταστήσω πολλά. Τότε ήλθε και εκείνος που είχε πάρει το ένα τάλαντο, και είπε: Κύριε, ήξερα που είσαι ένας σκληρός άνθρωπος, θερίζεις εκεί που δεν έσπειρες και μαζεύεις από κει που δεν σκόρπισες. Επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντο σου στη γη, να, λοιπόν, παρ’ το γιατί είναι δικό σου. Και ο κύριος του αποκρίθηκε: δούλε πονηρέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω από κει που δεν έσπειρα και μαζεύω απ' εκεί που δε σκόρπισα. Έπρεπε λοιπόν να βάλεις τα λεφτά σου στους τραπεζίτες και εγώ, όταν θα επέστρεφα θα τα έπαιρνα πίσω με τόκο. Πάρτε απ' αυτόν το τάλαντο και δώστε το σε κείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα.
Γιατί στον καθένα που έχει, θα δοθούν και άλλα και θα περισσέψουν. Από κείνον όμως που δεν έχει, θα του αφαιρεθεί και κείνο που έχει. Πάρτε και ρίξτε αυτόν τον άθλιο δούλο έξω στο σκοτάδι, εκεί που ακούγεται το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών. Και λέγοντας αυτά τόνιζε· όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει."
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ